οχυρως

οχυρως
    ὀχυρῶς
    ὀχῠρῶς
    в (полной) безопасности, спокойно
    

(καταγηράσκειν Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οχυρως" в других словарях:

  • ὀχυρῶς — ὀχυρός firm adverbial ὀχυρόω fortify pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχυρός — ή, ό (Α ὀχυρός, ά, ό) 1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», Ευρ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό θέση εδάφους συνήθως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»